- πόρθμιος
- πόρθμ-ιος, ὁ, epith. of Poseidon at Carpathos, IG12(1).1032.34, 1036.12 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πόρθμιος — ὁ, Α [πορθμός] προσωνυμία τού Ποσειδώνος στην Κάρπαθο … Dictionary of Greek
πορθμίοις — πόρθμιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμίου — πόρθμιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμίων — πόρθμιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρθμιον — πόρθμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)